DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
container [-tej´ner] n ~n containrar
gen. υποδοχέας f; φορέας f
agric. κιβώτιο
econ. εμπορευματοκιβώτιο m
environ. δοχείο (συσκευασίας); περιέκτης m
pharma., environ. εμπορευματοκιβώτιο/δοχείο συσκευασίας/περιέκτης
container
: 1 phrase in 1 subject
Statistics1