DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
cistérn [sistä´rn] n ~en ~er
agric. δοχείο οινοποίησης; δεξαμενή οινοποίησης
IT, mater.sc. δεξαμενή
cistern
: 1 phrase in 1 subject
Statistics1