DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
chèf n ~en ~er
econ. στέλεχος m
fin., empl. διοικητικό στέλεχος -
IT αφεντικό m
law, lab.law. αρχηγός m; διαχειριστής m; διευθυντής m; επιστάτης; επόπτης m; μάνατζερ m; προϊστάμενος m
chef
: 10 phrases in 4 subjects
Earth sciences5
Industry1
Microsoft2
Statistics2