DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
chárge [∫ar´∫ ljusa sj-ljud] n ~n [-en]; pl. ~r [-er]
chem. υλικό που διαχωρίζεται
industr., construct., met. τροφοδοσία m; τροφοδότηση
met. φορτίο τήξης
met., el. φορτίο m