DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
centreringspinne n
mech.eng. βλήτρο διακρίβωσης κέντρωσης κατασκευαστικής συναρμολόγησης; πείρος ευθυγράμμισης στην κατασκευαστική κλίνη συναρμολόγησης; πείρος κέντρωσης; πόντα m; πόντα αυτόματη; πόντα κοινή