DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
centrallinjen n
met. γραμμή Μ; κεντρική γραμμή; μέση γραμμή
centrallinje n
commun. ζευκτικό κύκλωμα PBX
centrallinjer n
el. διαβιβαστικά ζευκτικά κυκλώματα