DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
centralkropp n
commun. κύριο σώμα; κύριο σώμα για ένα δορυφόρο
nat.sc., astronaut. πρωτεύοντας αστέρας
transp., avia. κεντρικό σώμα; κώνος εισόδου