DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
centralisering n ~en ~ar
gen. κεντρικός συντονισμός
environ. συγκέντρωση; συγκεντρωτισμός m; συγκέντρωση/συγκεντρωτισμός
centralisering
: 2 phrases in 2 subjects
Information technology1
Microsoft1