DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
céll n ~en ~er
agric. κελλί
chem. ηλεκτρολυτική κυψέλη
commun. Κυψέλη
environ. κύτταρο (βιολογία); δεξαμενή; κυψέλη; στοιχείο m (ενέργεια); πνευμονική κυψελίδα; οδοντικό φατνίο/πνευμονική κυψελίδα
forestr. κύτταρο
nat.sc. κύτταρον
cell
: 4 phrases in 4 subjects
Economics1
Law1
Leather1
Natural sciences1