DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
byggindustri n ~n ~er
construct. οικοδομική βιομηχανία; οικοδομική δραστηριότητα; οικοδόμηση; οικοδόμηση και δημοτικά-κοινοτικά έργα
econ. οικοδομικός τομέας
byggindustri
: 23 phrases in 4 subjects
Finances4
General6
Law12
Mathematics1