DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
bỳrå [by´rå el. by`rå] n ~n ~er [byrå´er]
gen. γραφείο m
byras n
agric. καθαρισμός των βαρελιών; πλύσιμο των βαρελιών
byrå
: 1 phrase in 1 subject
Medical1