DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
buntning n ~en
agric., mech.eng. δεματίζω
commun. συσκευασία σε δέσμες
forestr. δεματοποίηση
industr., construct. δέσμη; δεμάτι; μάτσο m
buntning
: 1 phrase in 1 subject
Mathematics1