DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bukt n ~en ~er
environ. ρυάκι; κόλπος m; φρέαρ m; κόλπος/φάτνωμα/φρέαρ/στοά/θάλαμος/αποθήκη/διαμέρισμα m; κολπίσκος/ρυάκι m