DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bud n ~et; pl. ~
commer., el. εντολή
crim.law. δρομέας' αγγελιαφόρος
fin. κλητήρας διαβίβασης εντολών; σύνδεσμος διαβίβασης εντολών