DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
buckling n ~en
mater.sc. πλευρικός λυγισμός
mater.sc., construct. κάμψη; κύρτωση; λυγισμός; στρέβλωση m
mater.sc., met. τοπικός λυγισμός
met. κυματισμοί m; ψεύτικη κρούστα; εξόγκωμα f