DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
búffert [buf´-] n ~en ~ar
chem. ρυθμιστικός παράγοντας; ρυθμιστικό διάλυμα
IT, tech. μνήμη εξισωτικού ταμιευτή; Ενδιάμεσος καταχωρητής; αντιμνήμη; ενδιάμεση μνήμη
transp., mech.eng. ανασταλτήρας f; αποσβεστήρας f; προσκρουστήρας f; συγκρατήρας f; συγκρουστήρας f
buffer v
IT, tech. Ενδιάμεσος καταχωρητής; αντιμνήμη; ενδιάμεση μνήμη; μνήμη εξισωτικού ταμιευτή