DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bùss n ~en ~ar
comp., MS δίαυλος m
econ. λεωφορείο
environ. αστικό λεωφορείο
IT, dat.proc. bus δεδομένων; Αρτηρία δεδομένων/Διάδρομος δεδομένων
IT, el. γενικό κύκλωμα; πολυκύκλωμα; αρτηρία f
transp. αστικό λεωφορείο