DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bùk n ~en ~ar
agric. κύρτωμα f
commun. αντικόμβος m
earth.sc. κοιλία f
industr., construct. κοιλιά δέρματος; φούσκωμα
life.sc., el. αντικóμβος; κοιλíα