DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
brytpunkt n ~en ~er
comp., MS σημείο διακοπής
insur. ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον κλάδο ασθένειας
IT, el. παγίδα f; σημείο καμπής
law, insur. ανώτατο όριο υπαγωγής στην ασφάλιση
pharma. κρίσιμη συγκέντρωση; όριο ευαισθησίας
stat. σημείο σπασιμάτων
transp. δρομόσημο
transp., avia. σημείο αναφοράς αεροπορικής οδού; σημείο διαδρομής