DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
brỳtning n ~en ~ar
gen. διακοπή
commun. εξαναγκασμένη απόλυση
earth.sc., transp. διάθλαση
industr., construct., chem. Kοματιάζω γυαλί; Tεμαχίζω γυαλί
industr., construct., met. ράγισμα άκρου; ρωγμή άκρου