DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
brỳgga v
agric. παρασκευάζω ζύθο
comp., MS γέφυρα
el. κατακόρυφη μονάδα
industr., construct., met. γεφυρωτό φράγμα
IT, el. κύκλωμα γέφυρας
brygga
: 1 phrase in 1 subject
Statistics1