DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
brott [bråt´] n ~et; pl. ~
comp., MS Έγκλημα
earth.sc. ρηγμάτωση,ρωγμάτωση
earth.sc., industr., construct. Θραύση
environ. έγκλημα; παράβαση; κάταγμα f; παραβίαση; παράβαση/παραβίαση/κάταγμα
law κακούργημα; νομική παράβαση
law, crim.law. ποινικό αδίκημα
life.sc. ρωγμή 2.ρήγμα; σχισμή
mater.sc., met., construct. θραύση; ρήγμα f
met. ρωγμή; ράγισμα
nat.sc., agric. Ρήξη θραύση
nat.sc., earth.sc. θραύσις
brott
: 3 phrases in 1 subject
Statistics3