DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
brist n ~en ~er
econ. έλλειψη
environ. σφάλμα; βραχυκύκλωμα f; ρήγμα f; ρηγμάτωση; ρωγμή
fin. ανεπάρκεια m
law ελάττωμα f
med. έλλειμμα f; ανωμαλία f
brister n
polit. έλλειψη συναίνεσης