DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
briefing [bri´f-] n ~en ~ar
gen. ενημέρωση,οδηγίες; συνοπτική ενημέρωση
life.sc. προφορική μετεωρολογική έκθεση
transp., avia. ενημέρωση χειριστή