DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
brìcka n ~n brickor
el. δίσκος πυριτίου; δισκίο; φέτα f; ζάρι; κύβος
tech., mech.eng. ενδεικτική πινακίδα; πινακίδιο σε πίνακα