DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
brandhinder n
gen. πυροφραγμός
agric. φραγμός,εμπόδιον m; αντιπυρικόν εμπόδιον; ζώνη ασφαλείαςκατά της επέκτασης της πυρκαγιάς