DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
brå̀kning n ~en
industr., construct. αποσάθρωση; άνοιγμα f; βατοποίηση; ο διαχωρισμός με μηχανή,των ινών του λιναριού η κανναβιού από το ξυλώδες
bråkning
: 4 phrases in 1 subject
Statistics4