DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
brännstöd n
chem. βοηθητικά εξαρτήματα ψησίματοςκαμινιάσματος
industr., construct. εξοπλισμός βαγονέτου
industr., construct., chem. εργάτης ασχολούμενος με την τοποθέτηση σε πυροδοχεία