DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
brädgård n ~en ~ar
agric., industr., construct. χώρος ξηράνσεως; κορμοπλατεία m
forestr. κορμοπλατεία για προσωρινή αποθήκευση ξύλου
brädgård
: 1 phrase in 1 subject
Statistics1