DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
brä̀nsletank n ~en ~ar
mech.eng. δοχείο καυσίμου; ρεζερβουάρ m
transp. εν ενεργεία δεξαμενή καυσίμου; κύρια αποθήκη καυσίμου; κύριο δοχείο καυσίμου
transp., energ.ind. δεξαμενή καυσίμου
bränsletank
: 1 phrase in 1 subject
Statistics1