DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
brä̀nsle n ~t ~n
econ. καύσιμα f
environ. ψήσιμο m; καύσιμο m; προωστική ύλη; πυροδότηση/έναυση/τροφοδοσία πυράς/ψήσιμο/βολή/πυρά; προωθητικό μέσο/προωστική ύλη; προωθητικό μέσο/προωστική ύλη
bränslen n
forestr. καύσιμα f
bränsle
: 1 phrase in 1 subject
Statistics1