DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
brä̀nning n ~en ~ar
agric. επιφανειακή απανθράκωση; καψάλισμα f
earth.sc. εκχυνόμενο κύμα; αναρρηγνυόμενο κύμα; αντιμάμαλο
met. καύση; καύση μετάλλου
pharma., agric., mech.eng. έγκαυμα