DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
brä̀ddavlopp n
earth.sc., mech.eng. υπερπλήρωση
environ. στόμιο εξαγωγή υπερχείλισης; στόμιο εξαγωγή υπερχείλισης υπερπλήρωσης