DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bottenplatta n ~n -plattor
gen. έλασμα δαπέδου
construct. θεμελίωση; πλάκα-δοκός εδράσεως βάθρου; τακούνι θεμελίου; πυθμήν
IT, el. βάση συναρμολόγησης
mech.eng. πόδι-υποδοχέας
mech.eng., construct. συνδεδυασμένη πλαξ καλύπτρα; πώμα βάσεως μετ'αγκίστρου
nat.sc. βάση
transp., construct. δάπεδο m; κοιτόστρωση; πυθμένας f