DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bostäder n
account. κατοικίες f
environ. στέγαση; στέγη
bòstad n ~en -städer
econ. στέγη
environ. κατοικία f
law, econ. διαμονή; τόπος διαμονής; τόπος κατοικίας