DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bonus [bo´n-] n ~en ~ar
gen. μπόνους
econ. προσαυξήσεις μισθού
lab.law. πρίμ
law, econ. συμμετοχή των εργαζομένων επί των κερδών
law, lab.law. επίδομα θέσεως