DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bonitet [-ite´t] n ~en ~er
agric. επιφάνεια δένδρου γυμνή φλοιού; κατηγορία γονιμότητος
forestr. ποιότητα του τόπου; γονιμότητα της περιοχής
stat., life.sc. κλίση γονιμότητας