DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bombering n ~en
transp., construct. καμπύλωση στέψεως αναχώματος; κατά πλάτος κύρτωσις οδοστρώματος; κύρτωμα στέψεως αναχώματος; αποκατάσταση διατομής οδοστρώματος