Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Swedish
⇄
Bulgarian
Czech
Danish
Dutch
English
Finnish
French
German
Greek
Italian
Japanese
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Slovak
Slovene
Spanish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
bom
[bom´]
n ~men ~mar
commun.
βραχίονας
f
construct.
τρυπόξυλον
;
ζευκτηρία δοκός
;
δοκάρι οριζόντιας αντιστηρίξεως
fish.farm.
δοκός
m
;
ζυγός
m
;
καμάρι
forestr.
κύριος βραχίονας ανύψωσης
(γερανού)
mech.eng., construct.
βραχίων
;
κεραία
f
;
μπούμα
transp., agric.
κορμοί-οδηγοί
;
σειρά κορμών προς μετατόπισιν
boms
n
industr., construct.
ράβδος πυρίμαχης αργίλου χρησιμοποιούμενη στο ψήσιμο,κολομπίνα
industr., construct., chem.
εργάτης ασχολούμενος με την τοποθέτηση σε πυροδοχεία
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips