DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bom [bom´] n ~men ~mar
commun. βραχίονας f
construct. τρυπόξυλον; ζευκτηρία δοκός; δοκάρι οριζόντιας αντιστηρίξεως
fish.farm. δοκός m; ζυγός m; καμάρι
forestr. κύριος βραχίονας ανύψωσης (γερανού)
mech.eng., construct. βραχίων; κεραία f; μπούμα
transp., agric. κορμοί-οδηγοί; σειρά κορμών προς μετατόπισιν
boms n
industr., construct. ράβδος πυρίμαχης αργίλου χρησιμοποιούμενη στο ψήσιμο,κολομπίνα
industr., construct., chem. εργάτης ασχολούμενος με την τοποθέτηση σε πυροδοχεία