DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bobín [-i´n] n ~en ~er
chem. δικωνική μπομπίνα; δικωνικό καρούλι
el. στροφείο με πλευρικές πλάκες
industr., construct. καρούλι; μπομπίνα f