DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
bótten [båt´en] n bottnen el. ~; pl. bottnar
gen. κάτω μέρος
agric. κάτω πλευρά της τράτας
chem. κοιλάδα f
industr., construct., met. βάση αντικειμένου
met. εστία καμίνου; πυθμένας καμίνου
stat. κοίλωμα
botten
: 1 phrase in 1 subject
Agriculture1