DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
bòx [båk´s] n ~en ~ar
gen. κουτί
agric. διαμέρισμα
fin. ανοιχτή γραμμή; ανοιχτή τηλεφωνική γραμμή
fish.farm. ζώνη απαγόρευσης της αλιείας; περιοχή απαγόρευσης της αλιείας; τετράγωνο m
Bòx [båk´s] n
comp., MS μορφή .CR8
 Swedish thesaurus
Bòx [båk´s] n
comp., MS CR8
box
: 6 phrases in 4 subjects
Finances1
Industry1
Microsoft3
Transport1