DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bòttensats n ~en ~er
chem. κατακάθι; ίζημα
environ. πυθμένας υδάτινου συστήματος
food.ind. οινολάσπη; υποστάθμη; τρύγα f
met. λάσπη