DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bòstadsområde n ~t ~n
construct. οικοπεδοποίηση; στεγαστική ανάπτυξη; ζώνη κατοικίας; περιοχή κατοικίας; οικισμός; συγκρότημα κατοικιών
construct., mun.plan. οικιστικός πυρήνας
econ. οικιστική ζώνη
environ. περιοχή ζώνη κατοικίας; περιοχή ζώνη κατοικίας κατοικιών; περιοχή ζώνη κατοικίας (κατοικιών)