DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bòrstning n ~en ~ar
construct. βούρτσισμα νωπού σκυροδέματος
el. απόξεση; ψηκτρισμός m
industr., construct. βούρτσισμα f
mech.eng. ελαφρά εκδορά; ελαφρύ γδάρσιμο