DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bòrst [bårs´t] n ~et; pl. ~
nat.sc. άγανο (arista); αγάνι στάχυος (arista); αθήρ (arista); γενειάδα στάχυος (arista)
borsten n
life.sc. επίπεδον δύσχιστον