DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
bòlag n ~et; pl. ~
gen. εταιρεία f
account. εταιρείες f
law, econ., earth.sc. ανώνυμη εταιρική επιχείρηση; εταιρία κεφαλαίου; εταιρεία κεφαλαίων
bolag
: 1 phrase in 1 subject
Environment1