DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
bòck [båk´] n ~en ~ar
agric. επίβαστρο-ομοίωμα
comp., MS σημάδι ελέγχου
industr., construct. υποστήριγμα f
nat.sc., agric. τράγος m
transp., construct. κατασκευή υποστήριξης; ξύλινη υποστήριξη; πλαίσιο υποστήριξης