DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
blockeringsdon n
el. ασφάλιση; διάταξη ασφάλισης; διάταξη για το κλείδωμα; διάταξη κλειδιών; διάταξη σφράγισης; σύστημα ακινητοποίησης