DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
blockéring n ~en ~ar
commun. φράξιμο
el. φραγή; εμπλοκή
IT αδιέξοδο διασφάλισης; "κλείδωμα"
transp., el. δέσμευση
transp., met., mech.eng. μοχλός μπλοκαρίσματος; σφήνα μπλοκαρίσματος